Εξαγωγή δοντιού
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους κρίνεται απαραίτητο να γίνει μια εξαγωγή.
Οι κυριότεροι είναι οι εξής:
- Κατεστραμμένο δόντι είτε από τερηδόνα είτε από τραύμα το οποίο δεν επιδέχεται επιδιόρθωση.
- Συνωστισμένα δόντια.
- Σοβαρή μόλυνση η οποία δεν αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά.
- Περιοδοντικά δόντια τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη κινητικότητα.
Το πρώτο βήμα για μια επιτυχημένη εξαγωγή δοντιού είναι η τοπική αναισθησία, προκειμένου ο ασθενής να μην νιώθει πόνο και ο οδοντίατρος να εργασθεί με άνεση.
Αφού περάσει λίγη ώρα μετά την εφαρμογή της τοπικής αναισθησίας, οπότε και θα επιδράσει το αναισθητικό φάρμακο, ο οδοντίατρος κόβει με το συνδεσμοτόμο τον περιοδοντικό σύνδεσμο ο οποίος ενώνει το δόντι με τους περιοδοντικούς ιστούς.
Στη συνέχεια συνήθως με μία οδοντάγρα ασκούνται μικρές κινήσεις στο δόντι παρειακά και γλωσσικά και στο τέλος ασκούνται δυνάμεις έλξης του. Μερικές φορές ανάλογα με τη θέση ή τη δυσκολία της εξαγωγής είναι απαραίτητη και η χρήση πιο εξειδικευμένων εργαλείων όπως π.χ. οι μοχλοί, οι ριζάγρες για αφαίρεση σπασμένων ριζών κ.α.
Μετά την εξαγωγή δημιουργείται ένα πήγμα αίματος μέσα στο κενό πλέον οδοντικό φατνίο (δηλαδή την περιοχή στην οποία βρισκόταν το δόντι). Ο οδοντίατρος τοποθετεί μία διπλωμένη γάζα πάνω στο φατνίο και καθοδηγεί τον ασθενή να σφίξει σφιχτά το στόμα προκειμένου να σταματήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα η αιμορραγία. Μερικές φορές μπορεί να κριθεί απαραίτητη ακόμα και η τοποθέτηση κάποιων ραμμάτων προκειμένου να κλείσουν τα ούλα το φατνίο.
Κάποιες φορές το πήγμα αίματος μπορεί να απομακρυνθεί εκθέτοντας το φατνίο, αυτό είναι μία ιδιαίτερα επώδυνη κατάσταση που ονομάζεται ξηρό φατνίο. Σε αυτή την περίπτωση κρίνεται απαραίτητη η εκ νέου επίσκεψη στον οδοντίατρο προκειμένου να επέμβει ανακουφιστικά.